Αυτή η σελίδα μπήκε στον κατάλογο των σελίδων που χρειάζονται επιμέλεια και έλεγχο
Παρακαλούμε συμπληρώστε, τεκμηριώστε το λήμμα και βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι το λήμμα ανταποκρίνεται στα κριτήρια του Βικιλεξικού.

Για έλεγχο. Να μεταφερθεί στο κονίπους? ‑‑Sarri.greek  | 02:45, 14 Αυγούστου 2022 (UTC).


Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
κονῑποδ-
ονομαστική κονίπους οἱ κονίποδες
      γενική τοῦ κονίποδος τῶν κονιπόδων
      δοτική τῷ κονίποδ τοῖς κονίποσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν κονίποδ τοὺς κονίποδᾰς
     κλητική ! κονίπους κονίποδες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κονίποδε
γεν-δοτ τοῖν  κονιπόδοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'πρόπους' όπως «πρόπους» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κονίποδες < κόνι(ς) + πούς στον πληθυντικό

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

κονίποδες, -πόδων ουδέτερο συνήθως στον πληθυντικό

  Πηγές επεξεργασία