κονίποδες
Παρακαλούμε συμπληρώστε, τεκμηριώστε το λήμμα και βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι το λήμμα ανταποκρίνεται στα κριτήρια του Βικιλεξικού. |
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
κονῑποδ- | |||||
ονομαστική | ὁ | κονίπους | οἱ | κονίποδες | |
γενική | τοῦ | κονίποδος | τῶν | κονιπόδων | |
δοτική | τῷ | κονίποδῐ | τοῖς | κονίποσῐ(ν) | |
αιτιατική | τὸν | κονίποδᾰ | τοὺς | κονίποδᾰς | |
κλητική ὦ! | κονίπους | κονίποδες | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κονίποδε | |||
γεν-δοτ | τοῖν | κονιπόδοιν | |||
3η κλίση, Κατηγορία 'πρόπους' όπως «πρόπους» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίακονίποδες, -πόδων ουδέτερο συνήθως στον πληθυντικό
- ονομαστική και κλητική πληθυντικού του κονίπους
Πηγές
επεξεργασία- κονίπους, κονίποδες - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.