ηχηρός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ηχηρός | η | ηχηρή | το | ηχηρό |
γενική | του | ηχηρού | της | ηχηρής | του | ηχηρού |
αιτιατική | τον | ηχηρό | την | ηχηρή | το | ηχηρό |
κλητική | ηχηρέ | ηχηρή | ηχηρό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ηχηροί | οι | ηχηρές | τα | ηχηρά |
γενική | των | ηχηρών | των | ηχηρών | των | ηχηρών |
αιτιατική | τους | ηχηρούς | τις | ηχηρές | τα | ηχηρά |
κλητική | ηχηροί | ηχηρές | ηχηρά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ηχηρός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίαηχηρός, -ή, -ό
- που συνοδεύεται από δυνατό ήχο
- (μεταφορικά) έντονος
- (γλωσσολογία) για τα σύμφωνα τα οποία παράγονται με έντονη δόνηση των φωνητικών χορδών