Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ηχηρά < ηχηρ(ός) +

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /i.çiˈɾa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: η‐χη‐ρά

  Επίρρημα επεξεργασία

ηχηρά

  • με ηχηρό τρόπο
    ※  Προτού μου το αποκαλύψει, φύσηξε ηχηρά τη μύτη του στο μαντήλι με το κεντημένο μονόγραμμά του. (Απόστολος Δοξιάδης (1992) Ο θείος Πέτρος και η εικασία του Γκόλντμπαχ [μυθιστόρημα])

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

ηχηρά