Ετυμολογία

επεξεργασία
sonore < λατινική sonorus < sonus

  Προφορά

επεξεργασία
 

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
sonore sonores

sonore (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. ηχηρός
  2. ηχητικός
  3. εύηχος