ηχητικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ηχητικός | η | ηχητική | το | ηχητικό |
γενική | του | ηχητικού | της | ηχητικής | του | ηχητικού |
αιτιατική | τον | ηχητικό | την | ηχητική | το | ηχητικό |
κλητική | ηχητικέ | ηχητική | ηχητικό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ηχητικοί | οι | ηχητικές | τα | ηχητικά |
γενική | των | ηχητικών | των | ηχητικών | των | ηχητικών |
αιτιατική | τους | ηχητικούς | τις | ηχητικές | τα | ηχητικά |
κλητική | ηχητικοί | ηχητικές | ηχητικά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ηχητικός < (ελληνιστική κοινή) ἠχητικός (: ηχηρός), (σημασιολογικό δάνειο) αγγλική sonic
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /i.çi.tiˈkos/ αρσενικό
- ΔΦΑ : /i.çi.tiˈci/ θηλυκό
- ΔΦΑ : /i.çi.tiˈko/ ουδέτερο
Επίθετο
επεξεργασίαηχητικός, -ή, -ό
- που σχετίζεται με τον ήχο
- που παράγει ή αναπαράγει ήχο
- (συνεκδοχικά με το υπερηχητικός) αυτός που έχει την ταχύτητα του ήχου