χασκογελάω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /xa.sko.ʝeˈla.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χα‐σκο‐γε‐λά‐ω
Ρήμα
επεξεργασίαχασκογελάω/(χασκογελώ), πρτ.: χασκογέλαγα/χασκογελούσα, αόρ.: (χασκογέλασα)[3] ελλειπτικό ρήμα[4] (χωρίς παθητική φωνή)
Συγγενικά
επεξεργασία- Όροι με χασκογελ- — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | χασκογελάω - χασκογελώ | χασκογελούσα - χασκογέλαγα | θα χασκογελάω - χασκογελώ | να χασκογελάω - χασκογελώ | χασκογελώντας | |
β' ενικ. | χασκογελάς | χασκογελούσες - χασκογέλαγες | θα χασκογελάς | να χασκογελάς | χασκογέλα - χασκογέλαγε | |
γ' ενικ. | χασκογελάει - χασκογελά | χασκογελούσε - χασκογέλαγε | θα χασκογελάει - χασκογελά | να χασκογελάει - χασκογελά | ||
α' πληθ. | χασκογελάμε - χασκογελούμε | χασκογελούσαμε - χασκογελάγαμε | θα χασκογελάμε - χασκογελούμε | να χασκογελάμε - χασκογελούμε | ||
β' πληθ. | χασκογελάτε | χασκογελούσατε - χασκογελάγατε | θα χασκογελάτε | να χασκογελάτε | χασκογελάτε | |
γ' πληθ. | χασκογελάν(ε) - χασκογελούν(ε) | χασκογελούσαν(ε) - χασκογέλαγαν - χασκογελάγανε | θα χασκογελάν(ε) - χασκογελούν(ε) | να χασκογελάν(ε) - χασκογελούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | χασκογέλασα | θα χασκογελάσω | να χασκογελάσω | χασκογελάσει | ||
β' ενικ. | χασκογέλασες | θα χασκογελάσεις | να χασκογελάσεις | χασκογέλα - χασκογέλασε | ||
γ' ενικ. | χασκογέλασε | θα χασκογελάσει | να χασκογελάσει | |||
α' πληθ. | χασκογελάσαμε | θα χασκογελάσουμε | να χασκογελάσουμε | |||
β' πληθ. | χασκογελάσατε | θα χασκογελάσετε | να χασκογελάσετε | χασκογελάστε | ||
γ' πληθ. | χασκογέλασαν χασκογελάσαν(ε) |
θα χασκογελάσουν(ε) | να χασκογελάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω χασκογελάσει | είχα χασκογελάσει | θα έχω χασκογελάσει | να έχω χασκογελάσει | ||
β' ενικ. | έχεις χασκογελάσει | είχες χασκογελάσει | θα έχεις χασκογελάσει | να έχεις χασκογελάσει | ||
γ' ενικ. | έχει χασκογελάσει | είχε χασκογελάσει | θα έχει χασκογελάσει | να έχει χασκογελάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε χασκογελάσει | είχαμε χασκογελάσει | θα έχουμε χασκογελάσει | να έχουμε χασκογελάσει | ||
β' πληθ. | έχετε χασκογελάσει | είχατε χασκογελάσει | θα έχετε χασκογελάσει | να έχετε χασκογελάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν χασκογελάσει | είχαν χασκογελάσει | θα έχουν χασκογελάσει | να έχουν χασκογελάσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ χασκογελάω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ χασκογελάω - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ↑ Και αόριστος χασκογέλασα στο λήμμα χασκογελώ - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- ↑ χασκογελάω (με σημείωση: σπάνια χασκογελώ, μόνο στον ενεστώτα και παρατατικό) - Ιορδανίδου, Άννα (1998, 8η έκδ.). Τα ρήματα της νέας ελληνικής. Αθήνα: Πατάκης (©1991, 1η έκδοση:1992).