Ετυμολογία

επεξεργασία
χασκογελάω < χάσκ(ω) + -ο- + γελάω [1][2]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /xa.sko.ʝeˈla.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χα‐σκο‐γε‐λά‐ω

χασκογελάω/(χασκογελώ), πρτ.: χασκογέλαγα/χασκογελούσα, αόρ.: (χασκογέλασα)[3] ελλειπτικό ρήμα[4] (χωρίς παθητική φωνή)

  1. γελάω με το στόμα ανοιχτό
  2. γελάω χωρίς λόγο
     συνώνυμα: χαχανίζω ενοχλητικά

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. χασκογελάω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. χασκογελάωΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  3. Και αόριστος χασκογέλασα στο λήμμα χασκογελώ - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)
  4. χασκογελάω (με σημείωση: σπάνια χασκογελώ, μόνο στον ενεστώτα και παρατατικό) - Ιορδανίδου, Άννα (1998, 8η έκδ.). Τα ρήματα της νέας ελληνικής. Αθήνα: Πατάκης (©1991, 1η έκδοση:1992).