Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
εφτάζυμος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Άλλες μορφές
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
εφτάζυμ
ος
η
εφτάζυμ
η
το
εφτάζυμ
ο
γενική
του
εφτάζυμ
ου
της
εφτάζυμ
ης
του
εφτάζυμ
ου
αιτιατική
τον
εφτάζυμ
ο
την
εφτάζυμ
η
το
εφτάζυμ
ο
κλητική
εφτάζυμ
ε
εφτάζυμ
η
εφτάζυμ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
εφτάζυμ
οι
οι
εφτάζυμ
ες
τα
εφτάζυμ
α
γενική
των
εφτάζυμ
ων
των
εφτάζυμ
ων
των
εφτάζυμ
ων
αιτιατική
τους
εφτάζυμ
ους
τις
εφτάζυμ
ες
τα
εφτάζυμ
α
κλητική
εφτάζυμ
οι
εφτάζυμ
ες
εφτάζυμ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
εφτάζυμος
<
εφτάζυμο
+
-ος
<
αυτόζυμο
<
αυτός
+
ζύμη
(με
παρετυμολόγηση
από τη
λέξη
εφτά
)
Επίθετο
επεξεργασία
εφτάζυμος
(
γαστρονομία
) που έχει
σχέση
με
εφτάζυμο
ψωμί
ή
εφτάζυμα
ή αναφέρεται σ’ αυτά
Άλλες μορφές
επεξεργασία
επτάζυμος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
εφτάζυμος