ανέκφραστος
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ανέκφραστος < (ελληνιστική κοινή) ἀνέκφρασστος
ΕπίθετοΕπεξεργασία
ανέκφραστος
- που η έκφρασή του δεν φανερώνει τα συναισθήματά του ή και που δεν τρέφει πιθανόν κάποια συναισθήματα εκείνη τη στιγμή για ό,τι συμβαίνει
- που δεν εκφράσθηκε, δεν εκδηλώθηκε με λόγια ή με πράξεις
- ...ένας κόσμος ολόκληρος από αισθήματα έμεινε ανέκφραστος, σκεπασμένος για πάντα από το τεράστιο σάβανο του λογιοτατισμού και της ρητορικής καλλιέπειας (Γ. Σεφέρης)
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
ανέκφραστος