ανέκφραστα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ανέκφραστα < ανέκφραστος
Επίρρημα
επεξεργασίαανέκφραστα
- με τρόπο ανέκφραστο, που δεν προδίδει-φανερώνει-υποδηλώνει συναισθηήματα
- Παρακολουθούσε την ταινία ανέκφραστα, σαν να ήταν αλλού το μυαλό του
Μεταφράσεις
επεξεργασία ανέκφραστα
|