Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φωνολογικός η φωνολογική το φωνολογικό
      γενική του φωνολογικού της φωνολογικής του φωνολογικού
    αιτιατική τον φωνολογικό τη φωνολογική το φωνολογικό
     κλητική φωνολογικέ φωνολογική φωνολογικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φωνολογικοί οι φωνολογικές τα φωνολογικά
      γενική των φωνολογικών των φωνολογικών των φωνολογικών
    αιτιατική τους φωνολογικούς τις φωνολογικές τα φωνολογικά
     κλητική φωνολογικοί φωνολογικές φωνολογικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

φωνολογικός < φωνολογία

  Επίθετο επεξεργασία

φωνολογικός, -ή, -ό

  Μεταφράσεις επεξεργασία