φωνολογικά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φωνολογικά < φωνολογικός + -ά
Επίρρημα
επεξεργασίαφωνολογικά
- από φωνολογικής απόψεως
Μεταφράσεις
επεξεργασία φωνολογικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαφωνολογικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του φωνολογικός