σφάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σφάζω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική σφάζω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈsfa.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σφά‐ζω
Ρήμα
επεξεργασίασφάζω, πρτ.: έσφαζα, στ.μέλλ.: θα σφάξω, αόρ.: έσφαξα, παθ.φωνή: σφάζομαι, μτχ.π.π.: σφαγμένος
- σκοτώνω άνθρωπο ή ζώο χρησιμοποιώντας μαχαίρι, συνήθως στο λαιμό
- (οικείο) προκαλώ υπερβολικό πόνο σαν μαχαίρωμα
- (μεταφορικά) πληγώνω ψυχικά
- (παθητική φωνή, αλληλοπαθητικό) → δείτε τη λέξη σφάζομαι
Εκφράσεις
επεξεργασία- δε σφάξανε!
- θα τον/τη σφάξω στο γόνατο
- που σε πονεί και που σε σφάζει!
- σφάζω με το μπαμπάκι
- σφάξε με, αγά μου, ν' αγιάσω!
Συγγενικά
επεξεργασία- αντεροσφάχτης
- άσφαχτος
- σφαγέας
- σφαγείο
- σφαγή
- σφαγιάζω
- σφαγιασθείς
- σφαγιασμός
- σφαγιαστής
- σφάγιο
- σφαγίτιδα
- σφάξιμο
- σφαχτάρι
- σφάχτης
- σφαχτικά (στον πληθυντικό)
- σφαχτό
Σύνθετα
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- σφάζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- σφάζω - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σφάζω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
επεξεργασίασφάζω
- σφάζω, σκοτώνω διά σφαγής
- (γενικότερα) φονεύω, δολοφονώ
- σφαγιάζω ζώα που προορίζονται για θυσία
- (για άγρια ζώα) ξεσκίζω από το λαιμό
- (μεταφορικά) βασανίζω
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαθέμα σφᾰγ-
- ἀνδροσφαγεῖον
- ἀνθρωποσφαγέω
- ἀπόσφαγμα
- ἀσφαγής
- αὐτοσφαγής
- βοοσφαγία
- βουσφαγέω
- διασφαγή
- διάσφαγμα
- ἐπισφαγίς
- ἡμισφαγής
- κατασφαγή
- κυνοσφαγής
- λαγωσφαγία
- μηλοσφαγέω
- μηλοσφαγία
- νεοσφαγής
- ὀνοσφαγία
- παρασφαγίς
- παρθενόσφαγος
- πολυσφαγής
- προσφάγιον
- πρόσφαγμα
- σφαγεῖον
- σφαγεύς
- σφαγή
- σφαγιασμός
- σφαγιάζομαι
- σφαγιαστήριον
- σφαγίδιον
- σφάγιον
- σφάγιος
- σφαγίς
- σφαγιστήριον
- σφαγῖτις
- σφάγμα
- σιδηροσφαγία
- ταυροσφαγέω
- ταυροσφάγος
- τεκνοφαγοσφαγία
- ὑπόσφαγμα
- χοιροσφαγεῖον
- χοιροσφαγία
- χοιροσφάγος
θέμα σφακ-
θέμα σφαξ-
Σύνθετα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- σφάζω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- σφάζω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.