Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

σφάζω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική σφάζω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈsfa.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σφά‐ζω

  Ρήμα επεξεργασία

σφάζω, πρτ.: έσφαζα, στ.μέλλ.: θα σφάξω, αόρ.: έσφαξα, παθ.φωνή: σφάζομαι, μτχ.π.π.: σφαγμένος

  1. σκοτώνω άνθρωπο ή ζώο χρησιμοποιώντας μαχαίρι, συνήθως στο λαιμό
  2. (οικείο) προκαλώ υπερβολικό πόνο σαν μαχαίρωμα
  3. (μεταφορικά) πληγώνω ψυχικά
  4. (παθητική φωνή, αλληλοπαθητικό) → δείτε τη λέξη σφάζομαι

Εκφράσεις επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

ζητούμενο λήμμα

Συγγενικά επεξεργασία

θέμα με σφαζ-

  • ...

θέμα με σφᾰγ-

  • (Χρειάζεται επεξεργασία)

θέμα με σφακ-

  Πηγές επεξεργασία