σφάζω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σφάζω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική σφάζω
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈsfa.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σφά‐ζω
Ρήμα επεξεργασία
σφάζω, πρτ.: έσφαζα, στ.μέλλ.: θα σφάξω, αόρ.: έσφαξα, παθ.φωνή: σφάζομαι, μτχ.π.π.: σφαγμένος
- σκοτώνω άνθρωπο ή ζώο χρησιμοποιώντας μαχαίρι, συνήθως στο λαιμό
- (οικείο) προκαλώ υπερβολικό πόνο σαν μαχαίρωμα
- (μεταφορικά) πληγώνω ψυχικά
- (παθητική φωνή, αλληλοπαθητικό) → δείτε τη λέξη σφάζομαι
Εκφράσεις επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Κλίση επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
θέμα με σφαζ-
- ...
θέμα με σφᾰγ-
- (Χρειάζεται επεξεργασία)
θέμα με σφακ-
Πηγές επεξεργασία
- σφάζω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- σφάζω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.