ἄσφακτος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΠτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
Ονομαστική | ὁ, ἡ ἄσφακτος | τὸ ἄσφακτον | οἱ, αἱ ἄσφακτοι | τὰ ἄσφακτα |
Γενική | τοῦ, τῆς ἀσφάκτου | τοῦ ἀσφάκτου | τῶν ἀσφάκτων | τῶν ἀσφάκτων |
Δοτική | τῷ, τῇ ἀσφάκτῳ | τῷ ἀσφάκτῳ | τοῖς, ταῖς ἀσφάκτοις | τοῖς ἀσφάκτοις |
Αιτιατική | τὸν, τὴν ἄσφακτον | τὸ ἄσφακτον | τοὺς, τὰς ἀσφάκτους | τὰ ἄσφακτα |
Κλητική | ἄσφακτε | ἄσφακτον | ἄσφακτοι | ἄσφακτα |
Πτώσεις | Δυικός | |||
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | ἀσφάκτω | |||
Γενική-Δοτική | ἀσφάκτοιν |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαἄσφακτος