σφαγίτιδα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σφαγίτιδα < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σφαγῖτις
Ουσιαστικό επεξεργασία
σφαγίτιδα θηλυκό
- (ανατομία, κυκλοφορικό σύστημα) οι μεγάλες φλέβες που μεταφέρουν το αίμα από το κεφάλι προς την καρδιά μέσω του τραχήλου, ενωνόμενες με την υποκλείδια φλέβα