Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ σφαγεῖον τὰ σφαγεῖ
      γενική τοῦ σφαγείου τῶν σφαγείων
      δοτική τῷ σφαγεί τοῖς σφαγείοις
    αιτιατική τὸ σφαγεῖον τὰ σφαγεῖ
     κλητική ! σφαγεῖον σφαγεῖ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σφαγείω
γεν-δοτ τοῖν  σφαγείοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «στοιχεῖον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σφαγεῖον < σφάζω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σφαγεῖον, -ου ουδέτερο

  1. αγγείο που χρησίμευε για τη συλλογή του αίματος του ζώου που προσφερόταν σε θυσίες
    ※  5ος πκε αιώνας Εὐριπίδης, Ἠλέκτρα, στίχ. 800 (800-802)
    οἱ μὲν σφαγεῖον ἔφερον, οἱ δ᾽ ἦιρον κανᾶ, | ἄλλοι δὲ πῦρ ἀνῆπτον ἀμφί τ᾽ ἐσχάραις | λέβητας ὤρθουν· πᾶσα δ᾽ ἐκτύπει στέγη.
    Δοχείο έφερναν για το αίμα απ᾽ τα σφαχτάρια, άλλοι κουβάλαγαν πανέρια, | κι άλλοι άναβαν τους βωμούς και | τα λεβέτια έστηναν, κι αντηχούσε όλο το σπίτι.
    Μετάφραση (1988): Τάσος Ρούσσος, Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών @greek‑language.gr
  2. το ζώο που προσφέρθηκε ως θυσία
     συνώνυμα: σφάγιον

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία