σφάγιον
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | σφάγιον | τὰ | σφάγιᾰ |
γενική | τοῦ | σφαγίου | τῶν | σφαγίων |
δοτική | τῷ | σφαγίῳ | τοῖς | σφαγίοις |
αιτιατική | τὸ | σφάγιον | τὰ | σφάγιᾰ |
κλητική ὦ! | σφάγιον | σφάγιᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | σφαγίω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | σφαγίοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σφάγιον < σφαγή + -ιον
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇘ νέα ελληνικά: σφάγιο
Ουσιαστικό
επεξεργασίασφάγιον ουδέτερο
Πηγές
επεξεργασία- σφάγιον - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- σφάγιον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.