↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ σφάγιον τὰ σφάγι
      γενική τοῦ σφαγίου τῶν σφαγίων
      δοτική τῷ σφαγί τοῖς σφαγίοις
    αιτιατική τὸ σφάγιον τὰ σφάγι
     κλητική ! σφάγιον σφάγι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σφαγίω
γεν-δοτ τοῖν  σφαγίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σφάγιον < σφαγή + -ιον
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: σφάγιο

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σφάγιον ουδέτερο

  1. (θρησκεία) θύμα θυσίας, θυσία, προσφορά
  2. φόνος, σφαγή