θύμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | θύμα | τα | θύματα |
γενική | του | θύματος | των | θυμάτων |
αιτιατική | το | θύμα | τα | θύματα |
κλητική | θύμα | θύματα | ||
Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- θύμα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική θῦμα (ζώο για θυσία) < θύω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈθi.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : θύ‐μα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαθύμα ουδέτερο
- το άτομο ή το ζώο που δέχεται τα αποτελέσματα μιας εγκληματικής ενέργειας ή μιας φυσικής καταστροφής
- (μεταφορικά) άτομο που είναι δεκτικό στο να το εκμεταλλεύονται