viktimo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | viktimo | viktimoj |
αιτιατική | viktimon | viktimojn |
viktimo (eo)
- το θύμα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | viktimo | viktimoj |
αιτιατική | viktimon | viktimojn |
viktimo (eo)