Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

→ δείτε τις λέξεις εξιλαστήριο και θύμα

  Έκφραση επεξεργασία

εξιλαστήριο θύμα

  • λέγεται γενικά για πρόσωπο που έχει κατηγορηθεί και λογοδοτεί, ή εκτελεί ποινή, αντί του πραγματικού ενόχου

  Μεταφράσεις επεξεργασία