θύτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | θύτης | οι | θύτες |
γενική | του | θύτη | των | θυτών |
αιτιατική | τον | θύτη | τους | θύτες |
κλητική | θύτη | θύτες | ||
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- θύτης < (ελληνιστική κοινή) θύτης < αρχαία ελληνική θύω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαθύτης αρσενικό (θηλυκό θύτρια)
- (θρησκεία) (κυριολεκτικά) αυτός που προσφέρει θυσία
- (μεταφορικά) αυτός που προκαλεί ζημία σε κάποιον, φέρεται βίαια ή εγκληματεί
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία κυριολεκτικά