Δείτε επίσης: θύτης
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο θήτης οι θήτες
      γενική του θήτη των θητών
    αιτιατική τον θήτη τους θήτες
     κλητική θήτη θήτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
θήτης < αρχαία ελληνική θής < προελληνική [1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈθi.tis/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

θήτης αρσενικό (συνήθως στον πληθυντικό: θήτες)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  1. Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.