θήτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | θήτης | οι | θήτες |
γενική | του | θήτη | των | θητών |
αιτιατική | τον | θήτη | τους | θήτες |
κλητική | θήτη | θήτες | ||
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- θήτης < αρχαία ελληνική θής < προελληνική [1]
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαθήτης αρσενικό (συνήθως στον πληθυντικό: θήτες)
- (ιστορία) Αθηναίος πολίτης χωρίς περιουσία ή σταθερό εισόδημα, μέλος της κατώτερης τάξης (πεντακοσιομέδιμνοι, τριακοσιομέδιμνοι / ιππείς, διακοσιομέδιμνοι / ζευγίτες, θήτες) τον 6ο αιώνα π.Χ.
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία θήτης
- ↑ Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.