θής
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
θητ- | |||||
ονομαστική | ὁ | θής | οἱ | θῆτες | |
γενική | τοῦ | θητός | τῶν | θητῶν | |
δοτική | τῷ | θητῐ́ | τοῖς | θησῐ́(ν) | |
αιτιατική | τὸν | θῆτᾰ | τοὺς | θῆτᾰς | |
κλητική ὦ! | θής | θῆτες | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | θῆτε | |||
γεν-δοτ | τοῖν | θητοῖν | |||
3η κλίση, Κατηγορία 'θής' όπως «θής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- θής < προέλευσης από την προελληνική [1]
Ουσιαστικό
επεξεργασίαθής αρσενικό (θηλυκό θῆσσα ή θῆττα)
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
Πηγές
επεξεργασία- Μοντανάρι (Montanari), Φράνκο (Franco) (2013). Σύγχρονο λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Παπαδήμας.
- θής - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- θής - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.