Δείτε επίσης: Θῆς, θής
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
θῑν-
ονομαστική θίς αἱ θῖνες
      γενική τῆς θινός τῶν θινῶν
      δοτική τῇ θινῐ́ ταῖς θισῐ́(ν)
    αιτιατική τὴν θῖν τὰς θῖνᾰς
     κλητική ! θίς θῖνες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  θῖνε
γεν-δοτ τοῖν  θινοῖν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι μακρό.
3η κλίση, Κατηγορία 'ῥίς' όπως «ῥίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
θίς < (ίσως) προελληνική [1]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

θίς αρσενικό ή θηλυκό

  1. σωρός
  2. σωρός άμμου, αμμώδης ακτή
    παρὰ θῖν’ ἁλὸς ἀτρυγέτοιο ※  8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 1 (Α. Λοιμός. Μῆνις.), στίχ. 327

Δείτε επίσης

επεξεργασία
  1. Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.