θίς
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
θῑν- | |||||
ονομαστική | ἡ | θίς | αἱ | θῖνες | |
γενική | τῆς | θινός | τῶν | θινῶν | |
δοτική | τῇ | θινῐ́ | ταῖς | θισῐ́(ν) | |
αιτιατική | τὴν | θῖνᾰ | τὰς | θῖνᾰς | |
κλητική ὦ! | θίς | θῖνες | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | θῖνε | |||
γεν-δοτ | τοῖν | θινοῖν | |||
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι μακρό. | |||||
3η κλίση, Κατηγορία 'ῥίς' όπως «ῥίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- θίς < (ίσως) προελληνική [1]
Ουσιαστικό
επεξεργασίαθίς αρσενικό ή θηλυκό
- σωρός
- σωρός άμμου, αμμώδης ακτή
- παρὰ θῖν’ ἁλὸς ἀτρυγέτοιο ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 1 (Α. Λοιμός. Μῆνις.), στίχ. 327
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- θίς - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- θίς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- ↑ Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.