θητεύω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- θητεύω < αρχαία ελληνική θητεύω < θής
Προφορά
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαθητεύω
- (λόγιο) μαθητεύω σε κάποιον σημαντικό δημιουργό ή καλλιτέχνη, ασχολούμενος με μια (σημαντική) τέχνη ή δραστηριότητα
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | θητεύω | θήτευα | θα θητεύω | να θητεύω | θητεύοντας | |
β' ενικ. | θητεύεις | θήτευες | θα θητεύεις | να θητεύεις | θήτευε | |
γ' ενικ. | θητεύει | θήτευε | θα θητεύει | να θητεύει | ||
α' πληθ. | θητεύουμε | θητεύαμε | θα θητεύουμε | να θητεύουμε | ||
β' πληθ. | θητεύετε | θητεύατε | θα θητεύετε | να θητεύετε | θητεύετε | |
γ' πληθ. | θητεύουν(ε) | θήτευαν θητεύαν(ε) |
θα θητεύουν(ε) | να θητεύουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | θήτευσα | θα θητεύσω | να θητεύσω | θητεύσει | ||
β' ενικ. | θήτευσες | θα θητεύσεις | να θητεύσεις | θήτευσε | ||
γ' ενικ. | θήτευσε | θα θητεύσει | να θητεύσει | |||
α' πληθ. | θητεύσαμε | θα θητεύσουμε | να θητεύσουμε | |||
β' πληθ. | θητεύσατε | θα θητεύσετε | να θητεύσετε | θητεύστε | ||
γ' πληθ. | θήτευσαν θητεύσαν(ε) |
θα θητεύσουν(ε) | να θητεύσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω θητεύσει | είχα θητεύσει | θα έχω θητεύσει | να έχω θητεύσει | ||
β' ενικ. | έχεις θητεύσει | είχες θητεύσει | θα έχεις θητεύσει | να έχεις θητεύσει | ||
γ' ενικ. | έχει θητεύσει | είχε θητεύσει | θα έχει θητεύσει | να έχει θητεύσει | ||
α' πληθ. | έχουμε θητεύσει | είχαμε θητεύσει | θα έχουμε θητεύσει | να έχουμε θητεύσει | ||
β' πληθ. | έχετε θητεύσει | είχατε θητεύσει | θα έχετε θητεύσει | να έχετε θητεύσει | ||
γ' πληθ. | έχουν θητεύσει | είχαν θητεύσει | θα έχουν θητεύσει | να έχουν θητεύσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία θητεύω
|