Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ασχολούμενος η ασχολούμενη το ασχολούμενο
      γενική του ασχολούμενου της ασχολούμενης του ασχολούμενου
    αιτιατική τον ασχολούμενο την ασχολούμενη το ασχολούμενο
     κλητική ασχολούμενε ασχολούμενη ασχολούμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ασχολούμενοι οι ασχολούμενες τα ασχολούμενα
      γενική των ασχολούμενων των ασχολούμενων των ασχολούμενων
    αιτιατική τους ασχολούμενους τις ασχολούμενες τα ασχολούμενα
     κλητική ασχολούμενοι ασχολούμενες ασχολούμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Μετοχή επεξεργασία

ασχολούμενος





  Μεταφράσεις επεξεργασία