Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η θήτευση οι θητεύσεις
      γενική της θήτευσης* των θητεύσεων
    αιτιατική τη θήτευση τις θητεύσεις
     κλητική θήτευση θητεύσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, θητεύσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

θήτευση < θητεύ(ω) + -ση < αρχαία ελληνική θητεύω < θής

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈθi.tef.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: θή‐τευ‐ση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

θήτευση θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία