Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

εγκληματώ < έγκλημα

  Ρήμα επεξεργασία

εγκληματώ

  1. διαπράττω έγκλημα, βαρύ ποινικό αδίκημα
  2. (μεταφορικά) κάνω κάτι βαρύ, απαράδεκτο , από ηθική, κοινωνική ή άλλη άποψη

  Μεταφράσεις επεξεργασία