Ετυμολογία

επεξεργασία
εγκληματώ < έγκλημα

εγκληματώ

  1. διαπράττω έγκλημα, βαρύ ποινικό αδίκημα
  2. (μεταφορικά) κάνω κάτι βαρύ, απαράδεκτο , από ηθική, κοινωνική ή άλλη άποψη

  Μεταφράσεις

επεξεργασία