εγκληματώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εγκληματώ < έγκλημα
Ρήμα
επεξεργασίαεγκληματώ
- διαπράττω έγκλημα, βαρύ ποινικό αδίκημα
- (μεταφορικά) κάνω κάτι βαρύ, απαράδεκτο , από ηθική, κοινωνική ή άλλη άποψη
Μεταφράσεις
επεξεργασία εγκληματώ
|