• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

σφάγιο

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σφάγιο τα σφάγια
      γενική του σφαγίου
& σφάγιου
των σφαγίων
    αιτιατική το σφάγιο τα σφάγια
     κλητική σφάγιο σφάγια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
σφάγιο < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σφάγιον

Ουσιαστικό

επεξεργασία

σφάγιο ουδέτερο

  1. ζώο σφαγμένο για το κρέας του
    ≈ συνώνυμα: σφαχτό, σφαχτάρι, σφαγάρι
  2. ζώο που πρόκειται να σφαγεί

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    σφάγιο
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=σφάγιο&oldid=6720959"
Τελευταία επεξεργασία στις 5 Μαΐου 2024, στις 18:40

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Wikimedia Foundation
      • Powered by MediaWiki
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 5 Μαΐου 2024, στις 18:40.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Κώδικας συμπεριφοράς
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας