Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σφαγμένος η σφαγμένη το σφαγμένο
      γενική του σφαγμένου της σφαγμένης του σφαγμένου
    αιτιατική τον σφαγμένο τη σφαγμένη το σφαγμένο
     κλητική σφαγμένε σφαγμένη σφαγμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σφαγμένοι οι σφαγμένες τα σφαγμένα
      γενική των σφαγμένων των σφαγμένων των σφαγμένων
    αιτιατική τους σφαγμένους τις σφαγμένες τα σφαγμένα
     κλητική σφαγμένοι σφαγμένες σφαγμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

σφαγμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου σφάζω

  Μετοχή επεξεργασία

σφαγμένος, -η, -ο

→ δείτε τη λέξη σφάζω
  1. συνειδητά σκοτωμένο ζώο (ή σπανιότερα άνθρωπος, όχι φυτό τουλάχιστον κυριολεκτικά) με σκοπό την κατανάλωσή του ως τρόφιμο
  2. σκοτωμένος βιαίως, αποτρόπαια, με βέβηλο τρόπο για το σώμα του νεκρού













  Μεταφράσεις επεξεργασία