Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
σκοτωμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Μετοχή
1.1.1
Συνώνυμα
1.1.2
Αντώνυμα
1.1.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
σκοτωμέν
ος
η
σκοτωμέν
η
το
σκοτωμέν
ο
γενική
του
σκοτωμέν
ου
της
σκοτωμέν
ης
του
σκοτωμέν
ου
αιτιατική
τον
σκοτωμέν
ο
τη
σκοτωμέν
η
το
σκοτωμέν
ο
κλητική
σκοτωμέν
ε
σκοτωμέν
η
σκοτωμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
σκοτωμέν
οι
οι
σκοτωμέν
ες
τα
σκοτωμέν
α
γενική
των
σκοτωμέν
ων
των
σκοτωμέν
ων
των
σκοτωμέν
ων
αιτιατική
τους
σκοτωμέν
ους
τις
σκοτωμέν
ες
τα
σκοτωμέν
α
κλητική
σκοτωμέν
οι
σκοτωμέν
ες
σκοτωμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
σκοτωμένος, -η, -ο
(
κυριολεκτικά
,
μεταφορικά
)
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
του ρήματος
σκοτώνω
Συνώνυμα
επεξεργασία
φονευθείς
(
λόγιο, αρχαία ελληνικά
)
φονευμένος
Αντώνυμα
επεξεργασία
ασκότωτος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
σκοτωμένος
αγγλικά
:
killed
(en)
,
slain
(en)
γαλλικά
:
tué
(fr)
εβραϊκά
:
הרוג
(he)