σφαγάρι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σφαγάρι | τα | σφαγάρια |
γενική | του | σφαγαριού | των | σφαγαριών |
αιτιατική | το | σφαγάρι | τα | σφαγάρια |
κλητική | σφαγάρι | σφαγάρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίασφαγάρι ουδέτερο
- άλλη μορφή του σφαχτάρι / σφάγιο
- ※ Ήμουν σαν ένα μικρό καταστολισμένο σφαγάρι κι ένιωθα μέσα μου περφάνια και φόβο· μα το χέρι μου ήταν σφηνωμένο βαθιά μέσα στη φούχτα του πατέρα μου κι αντρειευούμουν. (Νίκος Καζαντζάκης, Αναφορά στον Γκρέκο, 1961)