σφαγάρι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σφαγάρι | τα | σφαγάρια |
γενική | του | σφαγαριού | των | σφαγαριών |
αιτιατική | το | σφαγάρι | τα | σφαγάρια |
κλητική | σφαγάρι | σφαγάρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
σφαγάρι ουδέτερο
- → δείτε τη λέξη σφαχτάρι