Δείτε επίσης: φοῦχτα
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φούχτα οι φούχτες
      γενική της φούχτας των φουχτών
    αιτιατική τη φούχτα τις φούχτες
     κλητική φούχτα φούχτες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

φούχτα θηλυκό

  1. η χούφτα
  2. (συνεκδοχικά) ποσότητα υλικού που μπορεί να χωρέσει σε μια χούφτα
    Έσκυψε, πήρε μια φούχτα χώμα και το φίλησε. (Νίκος Καζαντζάκης, Ο φτωχούλης του Θεού, 1954 [μυθιστόρημα])
  3. η παλάμη

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. φούχτα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. χούφτα - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.