φούχτα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | φούχτα | οι | φούχτες |
γενική | της | φούχτας | των | φουχτών |
αιτιατική | τη | φούχτα | τις | φούχτες |
κλητική | φούχτα | φούχτες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- φούχτα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική φοῦχτα / φοῦκτα < *φουκτίζω < πιθανόν συγγενές με αρχαία ελληνική πυγμή ή κατ' άλλη άποψη (αρχαία ελληνική πυκτίζω / πυκτεύω / βοιωτικός τύπος πουκτεύω < πύκτης < πύξ.[1][2] Δείτε και χούφτα.
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈfu.xta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φού‐χτα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφούχτα θηλυκό
- η χούφτα
- (συνεκδοχικά) ποσότητα υλικού που μπορεί να χωρέσει σε μια χούφτα
- Έσκυψε, πήρε μια φούχτα χώμα και το φίλησε. (Νίκος Καζαντζάκης, Ο φτωχούλης του Θεού, 1954 [μυθιστόρημα])
- η παλάμη
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → και δείτε τη λέξη πυγμή
Μεταφράσεις
επεξεργασία φούχτα
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ φούχτα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ χούφτα - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.