χουφτίτσα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | χουφτίτσα | οι | χουφτίτσες |
γενική | της | χουφτίτσας | — | |
αιτιατική | τη | χουφτίτσα | τις | χουφτίτσες |
κλητική | χουφτίτσα | χουφτίτσες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- χουφτίτσα < χούφτα + υποκοριστικό επίθημα -ίτσα
Ουσιαστικό επεξεργασία
χουφτίτσα θηλυκό
- υποκοριστικό του χούφτα
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη φούχτα
Μεταφράσεις επεξεργασία
χουφτίτσα
|