χούφτα
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | χούφτα | οι | χούφτες |
γενική | της | χούφτας | των | χουφτών |
αιτιατική | τη | χούφτα | τις | χούφτες |
κλητική | χούφτα | χούφτες | ||
όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- χούφτα < φούχτα (με αντιμετάθεση συμφώνων) < μεσαιωνική ελληνική φοῦχτα / φοῦκτα < *φουκτίζω[1] < αρχαία ελληνική πυκτίζω / πυκτεύω / βοιωτικός τύπος πουκτεύω < πύκτης < πύξ
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
χούφτα θηλυκό
- το εσωτερικό της παλάμης
- έκρυψε το πρόσωπο στις χούφτες του
- (κατ' επέκταση) ποσότητα που χωρά στο εσωτερικό της παλάμης
- Έπιασε με το χέρι του μια χούφτα χαρτοπόλεμο και την πέταξε ψηλά.
- (μεταφορικά) μικρός αριθμός
- Μια χούφτα άνθρωποι όλοι κι όλοι αντιστάθηκαν στον κατακτητή
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
- σκορπάει τα λεφτά με τις χούφτες: Δηλώνει πληθώρα αγαθών, σπατάλη.
- με τρώει η χούφτα μου: Είμαι έτοιμος για καβγά.
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
χούφτα
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.