Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
poignée poignées

poignée (fr) θηλυκό

  1. το χερούλι των θυρών, το πόμολο
  2. η χούφτα

Ταυτόσημο

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία