πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χερούλι τα χερούλια
      γενική του χερουλιού των χερουλιών
    αιτιατική το χερούλι τα χερούλια
     κλητική χερούλι χερούλια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
Χερούλι πόρτας
Τηγάνι με μαύρο χερούλι
Πλαστικός κουβάς με χερούλι
χερούλι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική χερούλι < χέρ(ι) + -ούλι[1]

Ουσιαστικό

επεξεργασία

χερούλι ουδέτερο

  • προεξέχον τμήμα ή εξάρτημα αντικειμένου, απ' όπου κανείς μπορεί να το πιάσει.
    έφυγε το χερούλι της βαλίτσας

Συγγενικά

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

Παράγωγα

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία