πιάσει
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαπιάσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος πιάνω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος πιάνω
- θα πιάσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος πιάνω