↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο χερουλάτης οι χερουλάτες
      γενική του χερουλάτη των χερουλατών
    αιτιατική τον χερουλάτη τους χερουλάτες
     κλητική χερουλάτη χερουλάτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
χερουλάτης < χερού(λι) + -λάτης

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

χερουλάτης αρσενικό

  • (ιδιωματικό) η χειρολαβή του ξυλάλετρου (ξύλινο αλέτρι)
    ※  Σήμερ’ αρχίζει ο κάματος. Ήρθαν τα πρωτοβρόχια, | θα ’μεθα μεις η πρωιμιά. Άφαντος ζευγολάτης, | που δε δειλιάζει στη σπορά, κρατεί το χερουλάτη.
    Αριστοτέλης Βαλαωρίτης, Αθανάσης Διάκος (1867), «Άσμα τρίτον. Εικοστή Τρίτη Απριλίου», στίχ. 172-174 [1].
    ※  Ο Leake περιγράφει την περισσότερο διαδεδομένη παραλλαγή του αμφίπλευρου αλετριού με αλετροπόδα: ο χερουλάτης αποτελείται από μια γωνιώδη προέκταση της τελευταίας και ένα πρόσθεμα εσφηνωμένο στην άκρη της. Υπάρχουν δυό ακόμη παραλλαγές: το σταβάρι και η αλετροπόδα προέρχονται από το ίδιο ξύλο και ολόκληρος ο χερουλάτης είναι πρόσθετος ή τα τρία αυτά μέρη του αλετριού είναι ανεξάρτητα και προσαρτημένα".
    Σπύρος Ι. Ασδραχάς, Ελληνική οικονομική ιστορία, ΙΕ΄-ΙΘ΄αιώνας, τόμ. Α΄ (Αθήνα: Πολιτιστικό Ίδρυμα Ομίλου Πειραιώς, ISBN 960-244-074-0), σ. 200.

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • Κοντομίχης, Πανταζής (2001). Λεξικό του λευκαδίτικου γλωσσικού ιδιώματος (Ιδιωματικό - ερμηνευτικό - λαογραφικό) [Λαογραφικά Λευκάδας, αρ. 7], Αθήνα: Εκδόσεις Γρηγόρη.
  • εφημ. “Πρωΐα” (χ.χ.έ.), Λεξικόν της νέας ελληνικής γλώσσης: ορθογραφικόν και ερμηνευτικόν. Έκδοσις δευτέρα επαυξημένη. 2 τόμ. με ενιαία σελιδαρίθμηση. Βραβείον Ακαδημίας Αθηνών. Αθήνα: Εκδοτικός Οίκος Πέτρου Δημητράκου, σελ. 2604.