πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κάματος οι κάματοι
      γενική του κάματου
& καμάτου
των κάματων
& καμάτων
    αιτιατική τον κάματο τους κάματους
& καμάτους
     κλητική κάματε κάματοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

κάματος αρσενικό

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία
  • (Χρειάζεται επεξεργασία)

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

κάματος αρσενικό

  1. κόπος, μόχθος
  2. προσπάθεια
  3. κούραση
  4. (οικονομία) τόκος
  5. εργασία
  6. μισθός

Συγγενικά

επεξεργασία
  • (Χρειάζεται επεξεργασία)



 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
κᾰμᾰτο-
ονομαστική κάματος οἱ κάματοι
      γενική τοῦ καμάτου τῶν καμάτων
      δοτική τῷ καμάτ τοῖς καμάτοις
    αιτιατική τὸν κάματον τοὺς καμάτους
     κλητική ! κάματε κάματοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  καμάτω
γεν-δοτ τοῖν  καμάτοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
κάματος, ήδη ομηρικό < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

κάματος αρσενικό

  1. μόχθος
  2. κόπος
      οὐδεὶς κάματος εὐσεβεῖν θεούς. (Πλούταρχος, Πῶς δεῖ τὸν νέον ποιημάτων ἀκούειν, 20, D9)
  3. ωδίνες
  4. ασθένεια
  5. ό,τι κερδίζουμε με κόπο
  6. το αποτέλεσμα κοπιαστικής προσπάθειας

Συγγενικά

επεξεργασία
  • (Χρειάζεται επεξεργασία)