μεροκάματο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μεροκάματο < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἡμεροκάματον, με αποβολή του αρχικού άτονου η. Μορφολογικά αναλύεται σε < ημέρ(α) + -ο- + κάματ(ος) + -ο[1]
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμεροκάματο ουδέτερο
- το ημερομίσθιο, η αμοιβή για μια ημέρα εργασίας
- το ημερομίσθιο, το να έχει εργαστεί κάποιος για μια ημέρα
- ⮡ Δεν έχει κάνει ακόμα 50 μεροκάματα για να βγάλει βιβλιάριο υγείας στο ΙΚΑ.
- (κατ’ επέκταση) η κοπιαστική δουλειά
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία μεροκάματο
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ μεροκάματο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας