↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μεροκάματο τα μεροκάματα
      γενική του μεροκάματου των μεροκάματων
    αιτιατική το μεροκάματο τα μεροκάματα
     κλητική μεροκάματο μεροκάματα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μεροκάματο < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἡμεροκάματον, με αποβολή του αρχικού άτονου η. Μορφολογικά αναλύεται σε < ημέρ(α) + -ο- + κάματ(ος) + -ο[1]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μεροκάματο ουδέτερο

  1. το ημερομίσθιο, η αμοιβή για μια ημέρα εργασίας
  2. το ημερομίσθιο, το να έχει εργαστεί κάποιος για μια ημέρα
    ⮡  Δεν έχει κάνει ακόμα 50 μεροκάματα για να βγάλει βιβλιάριο υγείας στο ΙΚΑ.
  3. (κατ’ επέκταση) η κοπιαστική δουλειά

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία