μεροκάματο
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
Μέρα και καμα ετυμολογία}}
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
μεροκάματο ουδέτερο (πληθυντικός μεροκάματα)
- το ημερομίσθιο, η αμοιβή για μια ημέρα εργασίας
- το ημερομίσθιο, το να έχει εργαστεί κάποιος για μια ημέρα
- δεν έχει κάνει ακόμα 50 μεροκάματα για να βγάλει βιβλιάριο υγείας στο ΙΚΑ
- (κατ' επέκταση) η κοπιαστική δουλειά
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
μεροκάματο