• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

μεροκαματιάρης

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μεροκαματιάρης οι μεροκαματιάρηδες
      γενική του μεροκαματιάρη των μεροκαματιάρηδων
    αιτιατική τον μεροκαματιάρη τους μεροκαματιάρηδες
     κλητική μεροκαματιάρη μεροκαματιάρηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
μεροκαματιάρης < μεροκάματο

Ουσιαστικό

επεξεργασία

μεροκαματιάρης αρσενικό (θηλυκό μεροκαματιάρα)

  • ο φτωχός βιοπαλαιστής, αυτός που παλεύει να βγάλει ένα μεροκάματο για να ζήσει

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    μεροκαματιάρης
  • γαλλικά : journalier (fr)
  • ισπανικά : jornalero (es)
  • πολωνικά : robotnik dniówkowy (pl)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=μεροκαματιάρης&oldid=7125923"
Τελευταία επεξεργασία στις 14 Μαΐου 2025, στις 18:17

Γλώσσες

    • Polski
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 14 Μαΐου 2025, στις 18:17.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας