μεροκαματιάρης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μεροκαματιάρης < μεροκάματο
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμεροκαματιάρης αρσενικό (θηλυκό μεροκαματιάρα)
- ο φτωχός βιοπαλαιστής, αυτός που παλεύει να βγάλει ένα μεροκάματο για να ζήσει
Μεταφράσεις
επεξεργασία μεροκαματιάρης