Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
βιοπαλαιστής
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
βιοπαλαιστ
ής
οι
βιοπαλαιστ
ές
γενική
του
βιοπαλαιστ
ή
των
βιοπαλαιστ
ών
αιτιατική
τον
βιοπαλαιστ
ή
τους
βιοπαλαιστ
ές
κλητική
βιοπαλαιστ
ή
βιοπαλαιστ
ές
Κατηγορία
όπως «
ποιητής
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
βιοπαλαιστής
<
βιο-
+
παλαιστής
(
(
μεταφραστικό δάνειο
)
γαλλική
(
αργκό
)
struggle-for-lifeur
<
αγγλική
(
αργκό
)
struggle-for-lifer
)
Ουσιαστικό
επεξεργασία
βιοπαλαιστής
αρσενικό
ο
άνθρωπος
που
δουλεύει
σκληρά
για να βγάλει τα προς το
ζην
Συγγενικά
επεξεργασία
βιοπάλη
→
δείτε
τις
λέξεις
βίος
,
παλεύω
και
πάλη
Μεταφράσεις
επεξεργασία
βιοπαλαιστής