βιοπαλαιστής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- βιοπαλαιστής < βιο- + παλαιστής ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική (αργκό) struggle-for-lifeur < αγγλική (αργκό) struggle-for-lifer)
Ουσιαστικό επεξεργασία
βιοπαλαιστής αρσενικό
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
βιοπαλαιστής
|