παλαιστής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- παλαιστής < αρχαία ελληνική παλαιστής < παλαίω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπαλαιστής αρσενικό (θηλυκό παλαίστρια)
- (αθλητισμός, επάγγελμα) ο αθλητής του αγωνίσματος της πάλης
Συγγενικά
επεξεργασία- βιοπαλαιστής
- βιοπαλαίστρια
- παλαίστρα
- παλαιστικός
- παλαίστρια
- → δείτε τις λέξεις παλεύω και πάλη
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαπαλαιστής θηλυκό