Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βιοπαλαίστρια οι βιοπαλαίστριες
      γενική της βιοπαλαίστριας των βιοπαλαιστριών
    αιτιατική τη βιοπαλαίστρια τις βιοπαλαίστριες
     κλητική βιοπαλαίστρια βιοπαλαίστριες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

βιοπαλαίστρια < βιοπαλαιστής + -τρια

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βιοπαλαίστρια θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία