βιοπαλαίστρια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία- βιοπαλαίστρια < βιοπαλαιστής + -τρια
Ουσιαστικό
επεξεργασίαβιοπαλαίστρια θηλυκό
- → δείτε τη λέξη βιοπαλαιστής
- μεροκαματιάρα, γυναίκα αγωνιζόμενη επαγγελματικά για την επιβίωση
Μεταφράσεις
επεξεργασία βιοπαλαίστρια
|