παλαίω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΑρχικοί χρόνοι |
Φωνή Eνεργητική |
Φωνή Μέση & Παθητική |
---|---|---|
Ενεστώτας | παλαίω | |
Παρατατικός | ||
Μέλλοντας | παλαίσω | |
Αόριστος | ἐπάλαισα | _ / ἐπαλαίσθην |
Παρακείμενος | πεπάλαικα | πεπάλαισμαι |
Υπερσυντέλικος | ||
Συντελ.Μέλλ. |
Ετυμολογία
επεξεργασία- παλαίω < αβέβαιη → λείπει η ετυμολογία Διαφορετικό το παλαιόω.
Ρήμα
επεξεργασίαπαλαίω
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΠαράγωγα
επεξεργασία- μετοχές: παλαισθείς, παλαισόμενος
- απαρέμφατα: παλαίεσθαι
- παλαιστέον
- παλαιστής
- παλαιστικός
- παλαίστρα & παράγωγα
- → δείτε και το ομόρριζο πάλη
Πηγές
επεξεργασία- παλαίω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- παλαίω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.