Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ζην < αρχαία ελληνική ζῆν, απαρέμφατο ενεστώτα του ρήματος ζῶ

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ζην ουδέτερο άκλιτο

Εκφράσεις επεξεργασία

  • τα προς το ζην: όλα αυτά που είναι απαραίτητα για να ζήσει κάποιος (τροφή, στέγη κλπ)
  • το ευ ζην: η ζωή που χαρακτηρίζεται από ποιότητα και πληρότητα
    στους γονείς μου οφείλω το ζην και στο δάσκαλό μου το ευ ζην

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία