Ετυμολογία

επεξεργασία
θεαθήναι < αρχαία ελληνική θεαθῆναι, απαρέμφατο παθητικού αορίστου του ρήματος θεάομαι, -ῶμαι

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

θεαθήναι ουδέτερο, μόνο στον ενικό άκλιτο

  1. το να μας βλέπουν οι άλλοι
    ⮡  Όλα γίνονται για το θεαθήναι. (όχι για λόγους ουσίας, αλλά για τα μάτια του κόσμου)

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία