θεαθήναι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- θεαθήναι < αρχαία ελληνική θεαθῆναι, απαρέμφατο παθητικού αορίστου του ρήματος θεάομαι, -ῶμαι
Ουσιαστικό
επεξεργασίαθεαθήναι ουδέτερο, μόνο στον ενικό άκλιτο
- το να μας βλέπουν οι άλλοι
- ⮡ Όλα γίνονται για το θεαθήναι. (όχι για λόγους ουσίας, αλλά για τα μάτια του κόσμου)