βιοπάλη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | βιοπάλη | ||
γενική | της | βιοπάλης | ||
αιτιατική | τη | βιοπάλη | ||
κλητική | βιοπάλη | |||
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- βιοπάλη < (λόγιο) (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική lutte pour la vie ή αγγλική struggle for life, αναλύεται σε: βίος + πάλη
Ουσιαστικό
επεξεργασίαβιοπάλη θηλυκό, μόνο στον ενικό
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία βιοπάλη
Πηγές
επεξεργασία- βιοπάλη - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας