• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Κοντινά
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

fatigue

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία
Δείτε επίσης : fatigué

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Αγγλικά (en)
    • 1.1 Ουσιαστικό
  • 2 Γαλλικά (fr)
    • 2.1 Ετυμολογία
    • 2.2 Προφορά
    • 2.3 Ουσιαστικό
      • 2.3.1 Συγγενικές λέξεις

Αγγλικά (en)Επεξεργασία

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

fatigue (en)

  1. αγγαρεία
  2. κούραση, κάματος



Γαλλικά (fr)Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

fatigue < → λείπει η ετυμολογία

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /fa.tiɡ/
  (βοήθεια·αρχείο)

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
fatigue fatigues

fatigue (fr) θηλυκό

  • η κούραση, η ταλαιπωρία, η κόπωση, ο κάματος

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  • fatigabilité
  • fatigable
  • fatigant
  • fatigué
  • fatiguer
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=fatigue&oldid=5546981"
Τελευταία επεξεργασία στις 16 Μαρτίου 2022, στις 20:20

Γλώσσες

    • العربية
    • Català
    • Čeština
    • Cymraeg
    • Dansk
    • Deutsch
    • English
    • Esperanto
    • Español
    • Eesti
    • Suomi
    • Français
    • Magyar
    • Հայերեն
    • Ido
    • 日本語
    • Қазақша
    • ಕನ್ನಡ
    • 한국어
    • Kurdî
    • Lietuvių
    • Malagasy
    • മലയാളം
    • မြန်မာဘာသာ
    • Nederlands
    • Norsk
    • Oromoo
    • Polski
    • پښتو
    • Română
    • Русский
    • ၽႃႇသႃႇတႆး
    • Simple English
    • Svenska
    • Kiswahili
    • தமிழ்
    • తెలుగు
    • Türkçe
    • اردو
    • Tiếng Việt
    • 中文
    Βικιλεξικό
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 16 Μαρτίου 2022, στις 20:20.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie