Δείτε επίσης: fatigué

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

fatigue (en)

  1. αγγαρεία
  2. κούραση, κάματος



  Ετυμολογία

επεξεργασία
fatigue < λείπει η ετυμολογία

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /fa.tiɡ/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
fatigue fatigues

fatigue (fr) θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία