Πολωνικά (pl) επεξεργασία

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική garść garści
γενική garści garści
δοτική garści garściom
αιτιατική garść garści
οργανική garścią garściami
τοπική garści garściach
κλητική garści garści

  Προφορά επεξεργασία

 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

garść (pl) θηλυκό